- διφαλαγγίας
- διφαλαγγίᾱς , διφαλαγγίαphalanx marching in two divisionsfem acc plδιφαλαγγίᾱς , διφαλαγγίαphalanx marching in two divisionsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διφαλαγγάρχης — διφαλαγγάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής διφαλαγγίας … Dictionary of Greek